- εἶροψ
- εἶροψSee also: s. μέροψ
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
είροψ — εἶροψ, ο (Α) μέροψ, αυτός που έχει το χάρισμα τού έναρθρου λόγου, άνθρωπος … Dictionary of Greek